- συναιωρούμαι
- -έομαι, Ααιωρούμαι μαζί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… … Dictionary of Greek
συναιώρησις — ήσεως, ἡ, Α [συναιωροῡμαι] το να αιωρείται κάτι μαζί με κάτι άλλο … Dictionary of Greek